- δημοπρατήριον
- το1. χώρος όπου γίνεται δημοπρασία2. χώρος ή κατάστημα όπου πωλούνται μεταχειρισμένα αντικείμενα σε χαμηλή τιμή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.